Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ


Έρχεται μια στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, όπου ξαφνικά κι απροσδόκητα βρίσκει έναν λόγο για να υπάρχει. Εκείνο τον ιδιαίτερο λόγο που θα του επιτρέψει να δει βαθιά μέσα του. Γιατί όταν αγαπάς όλα αλλάζουν μορφή, χρώμα, ουσία. Γιατί αγάπη δεν είναι τίποτε άλλο, από το να δίνεις και το τελευταίο κομμάτι του εαυτού σου, για να μπορεί να ζει εκείνος που αγαπάς.

Μαρία Χρονιάρη




Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ


"Η επόμενη ιστορία είναι θλιβερή, αν και έχει παρήγορο τέλος, αλλά καλύτερα να κρίνετε μόνοι σας."

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν




Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΟΤΑΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΑΥΕΙ


"Το πάθος [...] είναι ένα είδος γυμνής έντασης που απογυμνώνει [...] ένας καταναγκασμός της φαντασίας που εστιάζει σε μία και μόνο εικόνα, κι από εκείνη τη στιγμή ο κόσμος χάνεται, "οι άλλοι" παύουν να είναι παρόντες, παύουν να υπάρχουν και οι κοντινοί μας άνθρωποι, και οι υποχρεώσεις και οι στενοί δεσμοί και η γη και ο ουρανός."

De Rougemont, 1939

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΓΗΠΕΔΟΝ



 Στη Μάτση

Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερνά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγανε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της συναντήσεως μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον, αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ'  τις ελπίδες σου, όπως μένεις μέσα στα βλέφαρα μου, όταν κοιμάμαι.

Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και για σένα. Ωστόσο τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε και βγήκες εσύ, γιομάτη οριστική και με βελούδο που άφησε ημίγυμνο το στήθος σου. Για αυτό, τούτο το γήπεδο δεν θα το λησμονήσω ποτέ· θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω.

 Γι' αυτό θα σου πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλόμενη με κάθε καρδιοχτύπι μου, μεσ'  την ηδύτητα της αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι' αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατώ μ' όλες τις πέτρες του, με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στη λύδια λίθο τους.

Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματος μας δεν ηγοράσθηκαν εισέτι. Άλλα τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας, δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τους καρπούς θα μαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί η μια χρυσόμυγα απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει ότι το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο.

Τίποτα δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτα δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθηκαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισα των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν.

Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θα ναι δικά μας και θα ναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βομβό τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ' τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί της λειτουργίας των, ή ως θερισταί του πέριξ σίτου, του σίτου που αναθρώσκει από τη γή, όπως αναπηδούν ορμέφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν. 

Αγάπη μου, σ' αγαπώ, και θα ναι το ταξίδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.

 Αντρέας Εμπειρίκος, 1945

Το ποίημα αυτό το έγραψε ο Εμπειρίκος για την πρώτη σύζυγό του, ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου. Η Μάτση Χατζηλαζάρου, του απάντησε 40 χρόνια μετά, με το ποίημα "Αντίστροφη Αφιέρωση". Το ποίημά της, θα το διαβάσετε στο μπλογκ http://sstavropoulos.blogspot.gr/2012/12/blog-post_7.html

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

ΤΡΥΠΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ



Έχω δεί την τρύπα στον κόσμο
Έχω κοιτάξει μέσα.
Τώρα ξέρω πού ανοίγουνε τις μέρες
Και ποιός τις ώρες ροκανίζει.
Έχω δεί την τρύπα στον κόσμο

Έχω δεί πώς φτιάχνουνε το ηλιοβασίλεμα
Και ποιός τον ουρανό ζωγραφίζει.
Τώρα ξέρω πού ανάβουνε το φεγγάρι
Και ποιός σβήνει τις καρδιές.
Έχω δεί την τρύπα στον κόσμο

Υπάρχει αυτό το μέρος όπου καταλήγει το νερό της βροχής
Και σε πελώριες λεκάνες εξαφανίζεται.
Και κυνικά ένας τύπος τα όνειρά σου φωναχτά διαβάζει
Και δένεται με τις μέρες σου.
Έχω δεί την τρύπα στον κόσμο

Nils Koppruch 27/10/1965 - 10/10/2012

Μετάφραση από τα Γερμανικά, Παναγιώτης Γαλανόπουλος





Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

ΟΜΟΑΙΜΑΤΑ ΚΟΡΜΙΑ




Β΄ Η ΡΑΤΣΑ


Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ· πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.
Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.

Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.

Δεν είσαι ένας· είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου· όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

"Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!" φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. "Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας· κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!

"Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθούμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!"

Δε φτάνει ν΄ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν΄ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματού σου και ποιος ν΄ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.
Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο· να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα· ως πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο· αυτό είναι το δεύτερο σου χρέος.
Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.
Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ΄ αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.
Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων. Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

"Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!" Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.
Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί· πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ΄ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.

Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά. Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πως μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.

Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα. Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να ΄ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.

"Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!
"Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν΄ ακλουθούν το ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!"

Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. "Όλα, όλα για το γιο μου!" φωνάζεις. "Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!"Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: "Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!

"Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!"

Νικόλαος Καζαντζάκης

(από το βιβλίο του, "ΑΣΚΗΤΙΚΗ", που δημοσιεύεται στο μπλόγκ σε συνέχειες)




Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

ΑΠΟΨΕ




Δεν ξέρω
Πότε ακριβώς
Γνωριστήκαμε

Δεν ξέρω
Σε ποιο όνειρο
Σκοτώσαμε τις νύχτες

Δεν ξέρω
Αν ποτέ
Ζήσαμε το ψέμα μας
Σε δωμάτια
Με κόκκινο κύμα

Δεν θυμάμαι καν
Ποια στιγμή
Αγαπηθήκαμε

Απόψε όμως
Θα κοιμηθεί


Πάνω στα μαλλιά μου 


Μαρία Χρονιάρη

(από το βιβλίο μου "Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ" που κυκλοφορεί από τις εκδ. Απόπειρα)

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ


Ο πόνος του δημιουργού, του καλλιτέχνη, οφείλεται ακριβώς στην ιδιαίτερη ευαισθησία του να συλλαμβάνει την πραγματικότητα, εσωτερική και εξωτερική, που διαφέρει από την φαινομενική πραγματικότητα και διαφεύγει από τους άλλους.

Νόιμαν, 1954

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

ΙΔΙΩΝΥΜΟ


Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής".
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουν τα ράματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις κι ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.

Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουν τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σ' αυτά
για να με τραγουδήσουν.

Μην πάρω μεγάλα κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δε θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες κι ακαδημαϊκοί
και πουστέψω.

Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
όλα έτσι παν'
σκυλιά μας έχουν κάνει να ντρεπόμαστε την αργία
περήφανοι για την ανεργία.

Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου δρασκελάει κι αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί... ε;... μιαν άλλη μέρα...

Κατερίνα Γώγου, "ΙΔΙΩΝΥΜΟ", εκδ. Καστανιώτη



Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ




Ό, τι μπορείς κι ό, τι δεν μπορείς, συχνά καθορίζονται από μια ακαθόριστη αξιοπρέπεια. Τί είναι αυτό; Από πού αρχίζει και πού τελειώνει η αξιοπρέπεια; Ποιός είναι αυτός που την ορίζει; Τί πρέπει να είναι αρκετά άξιο να πρέπει; Πόσο ψέμα χωράει και πόσο εγωισμό; Κι αν θέλεις να την βρεις, πού ψάχνεις; Μπορεί να υπάρξει ακόμα κι εκεί που δεν φαίνεται; Και πού φαίνεται τελικά; Με τι μοιάζει; Είναι μεγάλη; Μικρή; Ποιός επιθετικός προσδιορισμός προηγείται; Ποιός έπεται; Ποιός ντρέπεται;

Τί είναι αυτό που σε κάνει λιγότερο ή περισσότερο αξιοπρεπή; Ποιός το λέει; Πότε; Πώς χάνεται; Είναι επίκτητη ή γεννιέσαι μ’ αυτήν; Κι όταν την χάσεις, τι γίνεται; Παύει απλά να υπάρχει ή χάνεις μόνο ένα κομμάτι της; Γίνεται αυτό, και με ποιόν τρόπο; Κι αν θέλεις να την ξαναβρείς; Θα είναι η ίδια ή θα έχει αλλάξει; Θα θέλεις να είναι η ίδια; Κι αν δεν μπορείς; Τότε τι κάνεις;

Ζει κανείς χωρίς αξιοπρέπεια; Πού; Πώς; Γιατί; Και οι άλλοι τι γνώμη έχουν γι’ αυτό; Πρέπει να έχουν; Κάνει να την εκφράσουν; Αν μιλήσουν, αλλάζει κάτι; Καλυτερεύουν ή χειροτερεύουν τα πράγματα; Είναι θέμα τακτικής; Τάξης; Ηθικής; Σκοτώνει κανείς από αξιοπρέπεια; Για αξιοπρέπεια; Μπορείς να πεθάνεις γι’ αυτήν; Έχει τόση σημασία, και ποιός της την έδωσε; Τί είναι αυτό που την κάνει να σημαίνει; Γιατί οι άνθρωποι επιμένουν στην ουσία της; Τί τους κάνει να την ζητούν;

Υπάρχει αξιοπρέπεια που να απορρίπτεται; Με ποιά κριτήρια την δέχεται κάποιος; Χωρίζεται σε κατηγορίες και ποιες είναι αυτές; Όλοι την αντιλαμβάνονται το ίδιο; Διαμορφώνεται κατά το δοκούν; Είναι ζήτημα τιμής ή ατιμίας; Μπορείς απ’ αυτήν να πεθάνεις; Κάτω από ποιές συνθήκες;

Αναγνωρίζεται νομικά; Ποιό είναι το τίμημά της; Ξεπουλιέται; Αγοράζεται; Αντικαθίσταται από κάτι άλλο; Τί είναι αυτό; Αξίζει να αξίζει να πρέπει; Γιατί πρέπει; Πού βρέθηκε η λέξη αυτή; Πώς αποδίδεται; Είναι ζήτημα προσωπικό; Αν απλά νομίζεις πως την έχεις; Και ποιός θα σου αποδείξει το αντίθετο; Θα είναι σωστό για να ισχύει; Μέχρι πότε; Ποιός το οριοθετεί;

Τί οχυρώνει την αξιοπρέπεια και για πόσο; Χρειάζεται να την δείχνεις και σε ποιές περιπτώσεις; Είναι κατάσταση πνευματικού ή ψυχικού ελέγχου; Έχει ρίζες στο συνειδητό ή το υποσυνείδητο την φέρνει στην επιφάνεια κάθε που δέχεται- ή νομίζει ότι δέχεται- μια προσβολή; Όλοι προσβάλλονται το ίδιο για την αξιοπρέπειά τους; Αν ό, τι πρέπει κι ό, τι δεν πρέπει, δεν επιτρέπονται; Γιατί απαγορεύονται;

Είναι άξιο αναφοράς όλο αυτό κι εμένα τελικά γιατί με νοιάζει;         

Μαρία Χρονιάρη

( από το νέο μου βιβλίο "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Απόπειρα 2012)      

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΑΓΑΠΗΣ



Αγαπώ τους φιλόδοξους γιατί με εμπνέουν.
Αγαπώ τους αποτυχημένους γιατί με διδάσκουν.
Αγαπώ τους ταπεινούς γιατί έχουν Θεϊκό χάρισμα.
Αγαπώ τους πλούσιους γιατί έχουν μοναξιά.
Αγαπώ τους φτωχούς γιατί είναι πολλοί και καλοί.
Αγαπώ τους νέους για την πίστη που έχουν.
Αγαπώ τους ηλικιωμένους για τη σοφία τους.
Αγαπώ τις ωραίες για τα λυπημένα τους μάτια.
Αγαπώ τις άσχημες για τις ειρηνικές ψυχές τους.
Αγαπώ τους Ανθρώπους όπως είναι κι όχι όπως θα ήθελα να είναι.

Φώτιος Μικελάκης

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ - ΕΠΙΜΕΤΡΟ



Τα κείμενα του Επειδή μαζί συγκροτούν ένα πλάσμα σημείων, ένα παλίμψηστο ιδεών όπου το μετέωρο συνοικεί με το κατασταλαγμένο και η τόλμη υπερβαίνει το δέος της. Αν δεις τις λέξεις ξεχωριστά, απελευθερωμένες απ’ τη ευκαιριακή τους ταυτότητα, και τις αντιμετωπίσεις ως εγκόσμια υλικά σώματα, θα διαπιστώσεις ότι κάπου χάνονται. Μακριά. Μοιάζουν με χαρταετούς που πετούν –  έχουν τόσο απομακρυνθεί, που δεν μπορείς καν να υποθέσεις το σχήμα τους. Κι όμως. Το σημείο αναγνώρισης παραμένει η τροχιά που διαγράφουν, κάτι μικρά φτερά στο τέλος της ουράς. Οι αιώνιες λιακάδες, οι έγχρωμες σταγόνες ήλιου που ενυπάρχουν μέσα στο ασπρόμαυρο κάδρο τους, τις καθιστούν εκτυφλωτικά λυπημένες. Αυτό όμως δεν είναι και η Τέχνη; Ένα μπουκάλι λύπη καρφωμένο στην άμμο που το δέρνει το φως;

Ο λόγος συναρθρώνεται, καλύτερα δυσαρθρώνεται, σε δύσβατο ερωτικό μόρφωμα, που παρόλο που διατηρεί την σημαία της εξομολόγησης, κρατάει περίτεχνα τα κλειδιά της αποκρυπτογράφησής του κρυμμένα σε αφώτιστα αποσπάσματα ζωής. Θα μπορούσε να ήταν και ένας θρίαμβος του λίγου στην διασταύρωσή του με το πολύ, μια αειθαλής ερωτοτροπία με το ελάχιστο που περικλείει το όλον. Θα μπορούσε, αν δεν ήταν μαζί.

Ουσιαστικά αυτό που κάνει η Μαρία Χρονιάρη είναι να ορίζει με έναν ανακριβή τρόπο κάτι απόλυτα ακριβές: Ότι όσο η ζωή συνεχίζει να περιβάλλεται από θάνατο, τόσο ο θάνατος θα μεταβάλλεται σε παντοδύναμη αφορμή της, τόσο το όμορο και το ταυτόσημο θα εκπέμπει το αντιθετικό του σήμα στο διηνεκές. Επειδή δεν μπορεί αλλιώς. Και επειδή μαζί.

Με την αφορμή: O διαβατήριος σταθμός της λογοτεχνίας ήταν ανέκαθεν η αγάπη. Αυτή που μακροθυμεί, χρηστεύεται, ου ζηλοί, ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ου ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν. Αυτή η αγάπη – ως αναγκαία και ικανή συνθήκη του μαζί, αλλά και ως εγκαταλειμμένη θρησκεία – βρίσκει το περιβάλλον της επώασής της στις ασύμβατες λέξεις του Επειδή μαζί. Βρίσκει, δηλαδή, το κοσμικό της αρχέτυπο, απαντώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Εκεί, μπορεί πλέον, ως ανοιγμένη φλέβα, να ασκήσει το μοναχικότερο των καθηκόντων της: το χρέος της κραυγής. Μιας και τις απορίες για τη ζωή θα τις λύσουν τελικά τα φαντάσματα.

                                                                                                   Σταύρος Σταυρόπουλος

(Κείμενο του Σταύρου Σταυρόπουλου από το Επίμετρο της έκδοσης)

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδ. Απόπειρα, Νοέμβριος 2012

Δείτε εδώ την δημοσίευση στην εφημερίδα ΑΝΩΓΗ

Η Μαρία Χρονιάρη γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τα Ανώγεια της Κρήτης. Σπούδασε τηλεόραση, έκανε σεμινάρια σκηνοθεσίας και εργάζεται ως οπερατέρ.

Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Εκεί που αλλάζω ζωές, εκδ. Απόπειρα. Στο θέατρο έχει σκηνοθετήσει την παράσταση της ομάδας IlluminArti, Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, από το ομώνυμο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου.

Το Επειδή μαζί είναι το δεύτερο βιβλίο της.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΜΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑΡΗ
ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ

ΑΠΟΠΕΙΡΑ, 2012


Τα κείμενα του Επειδή μαζί συγκροτούν ένα πλάσμα σημείων, ένα παλίμψηστο ιδεών όπου το μετέωρο συνοικεί με το κατασταλαγμένο και η τόλμη υπερβαίνει το δέος της. Αν δεις τις λέξεις ξεχωριστά, απελευθερωμένες απ’ τη ευκαιριακή τους ταυτότητα, και τις αντιμετωπίσεις ως εγκόσμια υλικά σώματα, θα διαπιστώσεις ότι κάπου χάνονται. Μακριά. Μοιάζουν με χαρταετούς που πετούν –  έχουν τόσο απομακρυνθεί, που δεν μπορείς καν να υποθέσεις το σχήμα τους. Κι όμως. Το σημείο αναγνώρισης παραμένει η τροχιά που διαγράφουν, κάτι μικρά φτερά στο τέλος της ουράς. Οι αιώνιες λιακάδες, οι έγχρωμες σταγόνες ήλιου που ενυπάρχουν μέσα στο ασπρόμαυρο κάδρο τους, τις καθιστούν εκτυφλωτικά λυπημένες. Αυτό όμως δεν είναι και η Τέχνη; Ένα μπουκάλι λύπη καρφωμένο στην άμμο που το δέρνει το φως;

Ο λόγος συναρθρώνεται, καλύτερα δυσαρθρώνεται, σε δύσβατο ερωτικό μόρφωμα, που παρόλο που διατηρεί την σημαία της εξομολόγησης, κρατάει περίτεχνα τα κλειδιά της αποκρυπτογράφησής του κρυμμένα σε αφώτιστα αποσπάσματα ζωής. Θα μπορούσε να ήταν και ένας θρίαμβος του λίγου στην διασταύρωσή του με το πολύ, μια αειθαλής ερωτοτροπία με το ελάχιστο που περικλείει το όλον. Θα μπορούσε, αν δεν ήταν μαζί.

Ουσιαστικά αυτό που κάνει η Μαρία Χρονιάρη είναι να ορίζει με έναν ανακριβή τρόπο κάτι απόλυτα ακριβές: Ότι όσο η ζωή συνεχίζει να περιβάλλεται από θάνατο, τόσο ο θάνατος θα μεταβάλλεται σε παντοδύναμη αφορμή της, τόσο το όμορο και το ταυτόσημο θα εκπέμπει το αντιθετικό του σήμα στο διηνεκές. Επειδή δεν μπορεί αλλιώς. Και επειδή μαζί.

Με την αφορμή: O διαβατήριος σταθμός της λογοτεχνίας ήταν ανέκαθεν η αγάπη. Αυτή που μακροθυμεί, χρηστεύεται, ου ζηλοί, ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ου ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν. Αυτή η αγάπη – ως αναγκαία και ικανή συνθήκη του μαζί, αλλά και ως εγκαταλειμμένη θρησκεία – βρίσκει το περιβάλλον της επώασής της στις ασύμβατες λέξεις του Επειδή μαζί. Βρίσκει, δηλαδή, το κοσμικό της αρχέτυπο, απαντώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Εκεί, μπορεί πλέον, ως ανοιγμένη φλέβα, να ασκήσει το μοναχικότερο των καθηκόντων της: το χρέος της κραυγής. Μιας και τις απορίες για τη ζωή θα τις λύσουν τελικά τα φαντάσματα.

                                                                                                   Σταύρος Σταυρόπουλος

(Κείμενο του Σταύρου Σταυρόπουλου από το Επίμετρο της έκδοσης)

Η Μαρία Χρονιάρη γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τα Ανώγεια της Κρήτης. Σπούδασε τηλεόραση, έκανε σεμινάρια σκηνοθεσίας και εργάζεται ως οπερατέρ.

Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Εκεί που αλλάζω ζωές, εκδ. Απόπειρα. Στο θέατρο έχει σκηνοθετήσει την παράσταση της ομάδας IlluminArti, Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, από το ομώνυμο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου.

Το Επειδή μαζί είναι το δεύτερο βιβλίο της.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ


Έξω στο δρόμο, οι άνθρωποι μοιάζουν με λίμνη. Νερένιοι, υγροί. Θέλω να πλησιάσω· όμως το σπίτι και μαζί κι εγώ, όσο πάμε και λιγοστεύουμε. Κάποτε, το σπίτι αυτό ήταν νησί. Μια ατέλειωτη κόκκινη παραλία. Ένας λύκος μια φορά, μου ‘χε χαρίσει το κέλυφος από ένα νεκρό σαλιγκάρι.

Οι άνθρωποι είναι λάθη. Ασύμμετρα όνειρα ευσεβών πόθων. Διεκδικούν το αναλλοίωτο στις γωνίες των ματιών μου. Ξεβράζουνε πίσσα και την προσφέρουν για θάλασσα. Ολάνθιστη θάλασσα ξεχασμένων τοπίων. Σπυρί σπυρί τσιμπούν τα κομμάτια μου. Διαμελίζουν αόρατα το γενετικό υλικό μου. Όμως εγώ, για σένα γελάω. Κι η Νάξος που αγάπησα, για σένα υπάρχει.

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παραμύθι. Μια ιχνηλασία φωτός που δεν ήθελε να απεκδυθεί. Εκείνο που της πρόσταζε ο χρόνος. Αυτό που οι άνθρωποι δεν χωρούσαν. Κι έτσι από τότε η αγάπη πάντα προδίδει την πατρίδα της.

Σχεδόν τέλεια. Σχεδόν εξ' αμέλειας.



(από το βιβλίο μου, "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012, που κυκλοφόρησε σήμερα)

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

ΣΑΡΚΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ



Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.


Γιάννης Ρίτσος, Ἀθήνα 18.11.80

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΩ ΖΩΕΣ 15



Η χαρά καθόταν κάτω κι έκλαιγε. Μόλις είχε φύγει η αγάπη.

Μαρία Χρονιάρη

(Ποίημα από το βιβλίο μου, "Εκεί που αλλάζω ζωές", εκδ. Απόπειρα 2010)

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΑΣ ΟΔΥΝΗΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ




"Η οδός της οδύνης οδηγεί τον άνθρωπο στην ολοκλήρωσή του ως άτομο, για τον απλό λόγο ότι κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση του στον πόνο, όπως κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση του στον θάνατό του."

 Νατόλι

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ



Σε ξέρω εσένα
Μου μοιάζεις
Τις νύχτες
Ξεκλειδώνεις τις γρίλιες
Και φυσάς στη φαντασία μου
Ζωή

Σε ξέρω εσένα
Μου μοιάζεις
Ό, τι κι αν κάνω
Δεν μπορείς
Να τ’ αρνηθείς

Όμως
Σε παρακαλώ
Κάθε που κλαίω
Να στρέφεις αλλού
Το βλέμμα σου

Δεν αντέχω πια
Να με βλέπω

Σπασμένη



Μαρία Χρονιάρη

(από το βιβλίο μου "Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ" που κυκλοφορεί από τις εκδ. Απόπειρα)

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ



Στη ζωή έχει σημασία τί είσαι εσύ κι όχι τι βλέπουν οι άλλοι. Κι όσο κι αν θέλουν να σε κάνουν να τους μοιάσεις, θα πρέπει να έχεις το σθένος και τη δύναμη να αντισταθείς. Γιατί όλη η ομορφιά μας, όλη η ουσία της ύπαρξής μας, βρίσκεται σε αυτή τη λεπτή γραμμή που μας χωρίζει από τους άλλους, και λέγεται μοναδικότητα. Και θα πρέπει να αποδεχόμαστε την όποια διαφορετικότητα μας. Και να την υπερασπιζόμαστε. Και μόνο όταν θα την αποδεχτούμε θα μπορέσουμε να απορρίψουμε την γνώμη που έχουν οι άλλοι για μας. Γιατί οι άλλοι θα είναι πάντα αλλού. Έτσι κι αλλιώς.

Μαρία Χρονιάρη




Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΩ ΖΩΕΣ 14




Οι σκέψεις μου - χαλασμένες τέμπερες - αποτυπώνουν τα ίχνη μιας αόρατης σκιάς. Που σου μοιάζει.

(Μαρία Χρονιάρη, "Εκεί που αλλάζω ζωές", Εκδόσεις Απόπειρα 2010)

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

2007 Μ.Χ




Μια μέρα θα μαζέψω όλες τις φωτιές και θα τις γκρεμίσω απ’ το μπαλκόνι. Οι άνθρωποι είναι σπίτια. Γεμάτα από άδεια σπίτια. Μαραθώνιος στις φλέβες του λαιμού σου. Τα συναισθήματα είναι ύπουλα. Τρυπώνουν χωρίς να το καταλάβεις. Ανεβαίνουν ως το λαιμό και σε σφίγγουν.

Η λήξη για μια αρχή. Και κανένα μυστικό. Πουθενά δέντρο. Κι η φωνή να γυρνάει. Ένα δάχτυλο γραντζουνάει το άνοιγμα. Κάποτε είχε ψιθυρίσει. Την αλήθεια. Και τώρα τίποτε από εκείνη την εποχή. Σφράγισα την τρύπα με την φυγή μου. Κι όλα εκεί. Κι ένα μέλλον ζει για να βλέπει. Αυτό που η ανάμνηση είναι. Και δεν.

Η πραγματικότητα κρύβεται πίσω από τα μάτια της μνήμης. Όλη η ζωή σε μια μέρα. Σαν την κυρία Ντάλαγουεϊ.(*) Οργανώνεις πάντα γιορτές για να σκεπάσεις τη σιωπή. Σαν αλεύρι που χύνεται από το κόσκινο σαν χιόνι. Σημασία δεν έχει να μετανιώνεις. Ούτε αν. Σημασία έχει τι μπορείς να αντέξεις.

Όλα είναι ρόλος. Ό, τι άφησες, αυτά που έχεις. Σκηνοθεσία στιγμής. Για τις ώρες. Τις πάντα. Τις ποτέ. Γιατί πρέπει να χάσεις για να εκτιμήσεις;  Γιατί να σκάβεις σκοτάδι για να μπορείς φως; Έπεσα. Αλλά καθώς έπεφτα, έμαθα. Ήταν αυτή η σωτήρια πτώση που ωθεί. Είδα ό, τι δεν φαινόταν. Όλα μες στο ταυτόχρονο. Ένα σύμπαν ακαριαίων φόβων σε όλους τους χρόνους μου.

Τα λόγια είναι υποθήκες. Και πίστεψα. Σαν ρουφήχτρα στην άβυσσο πήγα. Και γύρισα γιατί κάποιοι άντεξαν που έφυγα.  Γιατί ήταν εκεί στην επιστροφή μου. Με σιγουριά βέβαιη περίμεναν. Και γι’ αυτό. Κανένα φάρμακο πιο δυνατό απ’ την προσμονή. Κανένα πιο στέρεο απ’ την αγάπη.

Γι’ αυτό θα μείνω. Σκοπευτής στο κοντοήμερο. Ποτέ ρίψασπις. Κι ούτε ένα λεπτό για να θυμηθώ τι πρέπει να ξεχάσω.


(*) Η «Κυρία Ντάλαγουέί», Βιρτζίνια Γούλφ


Μαρία Χρονιάρη

(κείμενο από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012)

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ



για τον Μανώλη μου


Έφυγες ήσυχα, απλά. Όπως ήσυχα κι απλά σβήνει το φως. Καλή στρατιά αγαπημένε μου. Θα τα ξαναπούμε εκεί όπου χρόνος και πόνος δεν υπάρχουν. Εκεί που το φως σου θα λάμπει για πάντα.

Μαρία Χρονιάρη

(3/10/2012)


Διαβάστε στον διαδικτυακό τόπο ΑΝΩΓΗ, το κείμενο που έγραψα στην μνήμη του Μανώλη μου.
http://www.anogi.gr/archives/7153

 

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΡΩΤΟΥΝΕ




Α΄ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ

Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος! Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι· κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.

Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.
Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα· μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.

Με κίντυνο, βαρυγκομώντας, τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο, να σταθώ λίγη ώρα, όσο μπορώ, ορθιος.
Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και το θάνατο.

Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Άλλο άλογο δεν έχω.
Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας. Άλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω.
Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Νιώθω στην καρδιά μου όλες τίς ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σ΄ ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.

Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: "Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!"
"Δέν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη."
"Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα· μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας."
"Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ· ακλούθα μου!"
"Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος."
"Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη."
"Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω."
"Ν΄ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους· να ζητάς συντρόφους!"
"Να ΄σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση."

"Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη;"
"Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!"

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.
Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Άλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.
Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερη μου φωνάζει αθάνατη. Τι, θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ΄ ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμες.

Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από το χώμα του και πνοή από την πνοή του.
Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.

Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν΄ ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!

Νικόλαος Καζαντζάκης

(από το βιβλίο του, "ΑΣΚΗΤΙΚΗ", που δημοσιεύεται στο μπλόγκ σε συνέχειες)