Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

ΕΞ ΑΜΕΛΕΙΑΣ





Ζω με μια κατάρα καρφωμένη στην πλάτη μου. Σαν τρίτο μάτι που αντιδρά στην ομίχλη. Οι άνθρωποι είναι μίση. Ενδεχόμενα εγκλήματος. Σκαρφαλώνουν μέσα μου. Καρφώνουν με τα νύχια τους την ψυχή μου. Στο σώμα μου, βρίσκονται όλα τα πρόσωπά τους. Στο μέτωπό μου γράφονται νούμερα. Κάθε αριθμός με αντιστοιχεί. Ποιός σβήνει και ποιός γράφει;

Πίσω μου η θάλασσα έχει μαυρίσει. Στην προκυμαία τα κύματα σπάνε μορφές. Τα πέλματά μου ματώνουν απ’ τις σάρκες τους. Όταν το θαύμα δε χωράει στα χέρια σου, ανοίγει μια τρύπα στην καρδιά σου.
Στις άκρες των ματιών τα χρώματα κατακρημνίστηκαν. Οι φλούδες τους κρέμονται από το ταβάνι, σαν σταφύλι που ξέχασε να σώσει το κουκούτσι του. Όταν γεράσουν οι εποχές, η σελήνη τον Αύγουστο θα μετριάζει τις αντοχές της. Μια μοναδικότητα ύπαρξης που κρύβεται μέσα στο απόλυτο του θανάτου.

Τα φανάρια στα σοκάκια γραπώνονται από τα μπαλκόνια, σαν αναρριχόμενα φυτά. Θέλω να κάνω φου και να ανάψουν. Ο ινδιάνος στον χυλισμένο τοίχο με κοιτά.  Κολλάω τα φτερά του στα δάχτυλα και προχωράω. Μια γάτα σκαλίζει το χώμα. Επιμελής φροντίδα για να εξαφανίσει τα χνάρια της. Για μια στιγμή ζηλεύω.


Ένα γραφείο γεμάτο κορνίζες. Στιγμές που μυρίζουν. Λαθραίες. Σίγουρες. Στα χρόνια που ήρθαν αποδεκατίστηκαν όλα τα στρατιωτάκια μου. Και μόνος ζωντανός. Μόνος πόνος. Η αλήθεια ως ει παρούσα. Τίποτα δεν αναχαιτίζει το κενό. Μου έμαθαν να τσαλακώνω τα όνειρα στο φόβο του πόνου. Να γκρεμίζω τον ορίζοντα. Όταν η άνοιξη ξεχνάει να ΄ρθει, συνηθίζεις να θάβεις το βλέμμα. Ξεσκονίζεις τη φυλακή σου με την ανάσα σου.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι. Μια ιχνηλασία φωτός που δεν ήθελε να απεκδυθεί. Εκείνο που της πρόσταζε ο χρόνος. Αυτό που οι άνθρωποι δε χωρούσαν. Κι έτσι από τότε η αγάπη πάντα προδίδει την πατρίδα της.

Σχεδόν τέλεια. Σχεδόν εξ αμελείας.

Μαρία Χρονιάρη

(από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012) 

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΩ ΖΩΕΣ 8




Τη στιγμή που οι ζωές πολλαπλασιάζονται, άγριοι κύκνοι βγαίνουν και μπλέκονται στα σύννεφα. Το άσπρο και το μαύρο διαιρούν την ηδονή μου. Εκεί στη γωνία που στάζει το δάκρυ σου. Εκεί θέλω να ζω. Να είμαι.


Ο σταλακτίτης των ματιών σου.


Μαρία Χρονιάρη,  "Εκεί που αλλάζω ζωές", εκδ. Απόπειρα





Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

ΝΑ ΣΠΑΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ



Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει· μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.

Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξίαν έχει;

Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία.

Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, να ΄ταν να μπορούσε η καρδιά μου!

Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας. Πέρα από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου μέσα στη λάσπη. Μια προσταγή μέσα μου:

Σκάψε! Τι βλέπεις;

Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!

Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.

Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα ΄ναι ο θάνατος.

Σκάψε ακόμα!

Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!

Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!

Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.
Ψυχανεμίζουμαι πίσω απ΄ όλα τούτα τα φαινόμενα μια μαχόμενη ουσία. Θέλω να σμίξω μαζί της.
Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.
Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν΄ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.

Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
O νους: "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου."

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: "Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!"

Ο νους: "Λαγαρό κι ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του κορμιού μου."

"Κοιτάζω με απληστία, με ανείπωτη περιέργεια, και δεν έχω την αφέλεια του χωριάτη να πιστέψω, και ν΄ ανέβω απάνω στη σκηνή επεμβαίνοντας στην αιματερή κωμωδία.
"Είμαι ο θαματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται να γεννιέται και ν΄ αφανίζεται ο κόσμος, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας."

"Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε κι υποτάξου!"

Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: "Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου!"

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.
Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;

Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου. Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Άλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου. Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα· οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του· με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο γκρεμούς μονοπάτι. Και μάχουμαι πως να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία· και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.

Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους!
Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος.


Νικόλαος Καζαντζάκης, (απόσπασμα με τίτλο "Η προετοιμασία, Δεύτερο Χρέος" από το βιβλίο του "ΑΣΚΗΤΙΚΗ", που δημοσιεύεται στο μπλόγκ σε συνέχειες.)

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΚΥΒΟΣ




Μεγάλο δωμάτιο με μικρές στιγμές. Άλικα χέρια καταδύουν στο άφατο. Ποιός άρχισε να γράφει ιστορία; Σε μια διχάλα οι κατευθύνσεις είναι τρεις: οι θέσεις που θα πάρεις κι εκείνη που βρίσκεσαι. Ήθελε να μιλάει για οράματα. Ήθελαν να ακούν για τα λίγα. Κι ο χρόνος πέρναγε περιορίζοντας διαθλάσεις. Καμία διάθλαση δε σώθηκε μαζί τους.
Στους καθρέφτες όλα ήταν πιο δύσκολα. Κοιτούσαν, κι έβλεπαν φτωχές διαφάνειες και σώματα απρεπή. Ο καθένας για το δικό του πάλευε. Το δίκιο ήταν το ίδιο. Η ματιά είναι που άλλαζε τα πράγματα.Στα πρόσωπα τους κεντούσαν ενοχές. Χρυσές κλωστές με βελόνες από ασήμι.

Τις νύχτες, όταν πια η αλήθεια κρυβότανε, έβαζαν στο μαξιλάρι τις τύψεις για νάμα. Έτσι κοιμόντουσαν. Γιατί έτσι είχαν μάθει. Κανείς τους δεν ρώταγε αιτίες. Κανείς τους δεν έψαχνε αφορμές. Κι όμως, ακόμη τους μιλούσε για οράματα. Κι ήταν οι ίδιοι που άκουγαν τα απλά.
Στις αποστάσεις των βλεφάρων μια πυκνή πλέξη από μάρμαρο. Στων δαχτύλων τις άκρες, κουρτίνες ξανθές. Σε καθένα τους άγγιγμα, ηλεκτροδότηση. Πόνου. Πόσα watt αντιστοιχούν σε κάθε άνθρωπο;

Ήθελε να ταξιδέψει στο άπιαστο για να βρει τη σιωπή τους. Να συναντήσει εποχές. Να απαντήσει πριν η λέξη πεθάνει. Όμως η ζωή τους κυλούσε με άφωνες συλλαβές. Ανίκανη να καταλάβει γιατί τόσος φόβος. Γιατί τόση αντίθεση σε ψέματα ίδια. Οι μορφές τους ζυγώνανε σαν ποτήρια ρακί. Όταν το φιτίλι ανάψει τίποτα δε σώζεται. Όλοι το γνωρίζουν. Μα κανείς δε μιλάει γι’ αυτά.

Ο μεσκίνης όταν έφευγε απομάγευε η ζωή του. Όμως τη φυγή που του όριζαν, την έκανε προσευχή. Όταν οι άλλοι σε χτίζουν και πληρώνουν γι’ αυτό, τα ρέστα θα είναι πάντα δικά τους. Η φυλακή όμως σου ανήκει. Και μαθαίνεις να ζεις εκεί. Γιατί τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Και να θέλεις να μιλήσεις για οράματα, το κελί μόνος αντίλαλος της φωνής σου.

Στο μπαλκόνι ο κισσός έχει γραπώσει τους τοίχους. Ανεβαίνει και πάει. Σαν ανάγκη. Με διακριτικότητα κι έναν αθόρυβο φόβο. Ο αέρας που φυσάει τις τέντες μοιάζει με προετοιμασία πριν τον πόλεμο.
Μες στο δωμάτιο τα βήματα ίδια για ώρες. Ψάχνει να βρει τα παράθυρα. Δε μοιάζει. Δε θα γίνει. Δεν είναι. Είναι μόνο ό, τι αρχίζει και τελειώνει. Εντός. Κάποτε ήθελε να μιλήσει. Τώρα θέλει μόνο σιωπή.

Και μια απορία μονάχα να λύσει. Πού γεννιούνται και πού πεθαίνουν τα παραμύθια;  

(Μεσκίνης= Λεπρός)     

Μαρία Χρονιάρη

(από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ",εκδ. Απόπειρα 2012) 

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΩ ΖΩΕΣ 7






Ψάχνω να βρω ένα κομμάτι πέτσα απ’ το κορμί σου. Να χωρέσω λίγες αναπνοές. Με ένα πακέτο τσιγάρα κι ένα αναπτήρα μυαλό. Η υπομονή μου ξεφλουδίζει σιγά σιγά.


Κι η ζωή μου ξοδεύεται.




(Μαρία Χρονιάρη, "Εκεί που αλλάζω ζωές, εκδ. Απόπειρα, 2010)