Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΑΡΙΣΤΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ


Με το βιβλίο μου "Επειδή Μαζί" (εκδ. Απόπειρα 2012, β' έκδοση 2014), συμμετείχα το καλοκαίρι στον 5ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διοργάνωσε η Κύπρος.Τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα. 

Το "Επειδή Μαζί" βγήκε πρώτο, πήρε Αριστείο και ανακηρύχθηκε βιβλίο της χρονιάς. Την επιτροπή αξιολόγησης, αποτελούσαν Πανεπιστημιακοί και Ακαδημαϊκοί.

Δείτε εδώ

http://www.anogi.gr/archives/14232

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΤΙΓΟΝΗ



Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που όταν έρχονται στην ζωή σου, την ευλογούν ερήμην τους με έναν παράξενο τρόπο. Την Αντιγόνη την γνώρισα το 2010, όταν με την ομάδα IlluminArti συνεργαστήκαμε για το ανέβασμα της παράστασης "Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου", από το ομώνυμο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου. Ήταν η κύρια χορογράφος της παράστασης.


Από τότε έχουμε μοιραστεί πολλά, έχουμε ζήσει πολλά κι έχουμε μάθει από αυτή την φιλία. Μια φιλία δέντρο, από αυτές που σε κάνουν να μην φοβάσαι. Αν ο Σοφοκλής είχε γνωρίσει την Αντιγόνη, είναι σίγουρο πως την τραγωδία θα την εμπνεόταν από εκείνη. Το πάθος της, το πείσμα της, την εσωτερική της δικαιοσύνη, τη δύναμη που έχει να σηκώνεται όταν πέφτει.

Μέσα σε τέσσερα χρόνια - έχω δει την μικρή μου τότε Αντιγόνη - να μεγαλώνει, να ανεβάζει παραστάσεις και να συνθέτει χορογραφίες απίστευτης έμπνευσης. Να ξεχωρίζει, μια Πίνα Μπάους δική μας. Και πάντα με κάνει όλο και πιο υπερήφανη. 

Αγαπημένο μου δέντρο συνέχισε όπως είσαι. Κι εγώ θα είμαι εκεί. 



Μαρία Χρoνιάρη

Αυτό είναι το τραγούδι της

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΖΩΟ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ



Κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ’ ένα ακατανόητο κόσμο, και δεν μπορεί να βρει μια πατρίδα, αέρα και τροφή.



Έρμαν Έσσε, Ο λύκος της Στέπας

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΥΟ



Εμείς οι δυο χέρι με χέρι
Νιώθουμε σαν στο σπίτι μας 

Παντού

Κάτω από το δέντρο το τρυφερό, κάτω από τον βαρύ ουρανό
Κάτω από όλες τις στέγες δίπλα στη φωτιά
Στον άδειο δρόμο, στ' άπλετο φως

Στα άψυχα μάτια του πλήθους
Δίπλα σε σοφούς και σε τρελούς
Ανάμεσα στα παιδιά και στους μεγάλους

Ο Έρωτας δεν έχει τίποτα το μυστηριώδες
Είμαστε το ολοφάνερο το ίδιο

Ε μ ά ς οι ερωτευμένοι νογούν για σπιτικό τους





Paul Éluard

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΧΡΟΝΟΣ




Έχω έναν πόνο
βαθιά μέσα μου
σαν πληγή
γεμισμένη μ’ αλάτι

Κόβω πάντα
τους κάβους
αλλά μετά
γεννάω άγκυρες

Τόσα χρόνια
κι ούτε ένα λιμάνι
δεν στάθηκε

Μόνο κάτι αφορμές
Για να θυμίζουν


αιτίες



Μαρία Χρονιάρη

 (από την νέα ποιητική συλλογή μου "Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ", που κυκλοφορεί από τις εκδ. Απόπειρα)

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ




Για ό, τι σε καρφώνει, για ό, τι σε σταυρώνει, μην κλαις. Αυτή η πόρτα δεν ανοίγει αν τραγουδάς τα όνειρά σου.

Μαρία Χρονιάρη




Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ


Ευλογημένος να ζει αιώνες μέσα στις απαλές σκιές του δάσους και να τρέχει ελεύθερος στα φεγγαρoξέφωτα τις νύχτες. Φρουρός της ζωής που κρύβεται πίσω από τις φυλλωσιές και των ψυχών που γαλήνη ψάχνουν κάτω από το αστροφώτιστο πέπλο. Ο Θρύλος του ταξίδευε με τους βόρειους ανέμους και έφτανε σαν μικρή ιστορία παραμυθιού.

Έφτασε μια μέρα στα αφτιά μου μια ιστορία, ένα παραμύθι. Μιλούσε για έναν λύκο που ζούσε στο δάσος μαζί με την Κυρά του. Μια Νεράϊδα-Ξωτικό. Παρ' ολη την δύναμη που κατείχε πάνω στη γη και την εξουσία που του είχε προσφέρει η Κυρά του Δάσους, πάντα η καρδιά του κοιτούσε ψηλά και μελαγχολούσε στους νυχτερινούς ουρανούς. Τα τραγούδια του ποτέ δεν είχαν μέσα τους χαρά, αλλά μυστικές ευχές, γεμάτες επιθυμία απλησίαστη για το είδος του.

Η Νεράϊδα Κυρά όσο κι αν του έκανε παρέα, όσο κι αν έπαιζε μαζί του με τις μέρες κι όχι με τις ώρες, δεν κατάφερνε να του φέρει γαλήνη στην ψυχή. Τον παρακολουθούσε στην άκρη του γκρεμού να κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό και να ξεφυσά μελαγχολικά σα να ήταν φυλακισμένος σε κλουβί.

Του τραγουδούσε η Κυρά του Δάσους, μελωδίες Ξωτικές με λέξεις μαγικές. Λέξεις που ταξίδευαν με στόχο την καρδιά του λύκου, ώστε να απαλύνουν τον πόνο του και την λύπη του. Μα ούτε και οι λέξεις οι μαγικές δεν κατάφερναν το παράπονο από τα μάτια του να διώξουν.Και σκεφτόταν η Κυρά του Δάσους, γέννημα της απόλυτης ένωσης Ξωτικού και Νεράϊδας.

Σκεφτόταν καλά και βαθιά, μα η καρδιά του λύκου ήταν απροσπέλαστη και πέρασμα δεν έβρισκε τις επιθυμίες του να δει. Ο Φρουρός του Δάσους της έστεκε πάντα εκεί. Να κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό και να ξεφυσά το βάρος των σκέψεών του.Μια μέρα όμως καθώς τον παρακολουθούσε είδε αυτό που έψαχνε με τρόπους Νεραϊδοξωτικούς. Εκεί που καθόταν ο λύκος, στην άκρη του γκρεμού, πέταξε στον ουρανό ένας αετός. Μεγάλος αετός, από την χρυσαφένια φυλή των κορυφών. Φτερά μεγάλα και επιβλητικά, μάτια που λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Περήφανος πετούσε στους απαλούς ανέμους γύρω από το Δάσος της Κυράς.

Και είδε, η Κυρά, τον λύκο να σηκώνεται απότομα και να ακολουθεί παράπλευρα τον αετό και οι χτύποι της καρδιάς του να σπάνε την σιωπή. Έτρεχε με το βλέμμα του να είναι καρφωμένο στο πέταγμα του μεγάλου αετού. Όταν όμως ο αετός χάθηκε από τα μάτια του μέσα στις σκιές των κορυφών, έκατσε στα δυο του πόδια και κοίταξε ψηλά. Το αλύχτισμα που έβγαλε με όλη του τη δύναμη ήταν γεμάτο πόνο και επιθυμία. Κοιτούσε το Φεγγάρι και τον Αστέρα του Βορρά και οι ευχές του ήταν πια φανερές.

Η Ξωτικο-Κυρά τον κοιτούσε και κρατούσε την καρδιά της γερά. Τώρα που κατάλαβε τον λόγο της αιώνιας μελαγχολίας του λύκου που προστάτευε το δάσος της και την ζωή που κρύβει μέσα του αυτό, δεν είχε πια καμιά αμφιβολία για αυτό που έπρεπε να κάνει.Όταν ο λύκος έπεσε να κοιμηθεί, εκείνη βγήκε σε ένα φεγγαροξέφωτο και τραγούδησε λόγια μαγικά. Νεράϊδες και Ξωτικά μαζεύτηκαν γύρω της και βοηθούσαν στην μαγική μελωδία της νύχτας. Όλοι και όλα να βοηθήσουν εκείνον που τάχθηκε να υπερασπίζει δίχως να ζητά το Δάσος και τα Στοιχειά. Μεγαλύτερη σύναξη σαν κι αυτή ποτέ δεν έγινε ξανά. Κανείς δεν θυμόταν να συνέβαλαν τόσες δυνάμεις για να βοηθήσουν μια ψυχή ή να διώξουν μια απειλή.

Η νύχτα έφυγε και η σύναξη διαλύθηκε. Έμεινε μόνο η Ξωτικονεράϊδα να κοιτάζει τον λύκο από κοντά. Τον πλησίασε και με ένα χάδι στο κεφάλι τον ξύπνησε απαλά. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε με χαρά. Δεν την έβλεπε συχνά παρά μόνο στο ολόγιομο Φεγγάρι. Άκουγε μόνο το τραγούδι της κι ένωνε το δικό του με το δικό της.

Σηκώθηκε ο λύκος κι ένιωθε παράξενα. Ένα αέρινο βάρος στα πλευρά του. Προσπαθούσε να κοιτάξει αριστερά και δεξιά μα δεν μπορούσε να δει καλά. Έτρεξε προς την κρυστάλλινη λίμνη και μαζί του έτρεχε γεμάτη χαρά η Κυρά. Μα εκεί που έτρεχε ο λύκος ξαφνικά τα πόδια του άφησαν την γη και το σώμα του το ένιωθε απελευθερωμένο στην αγκαλιά του αέρα. Έφτασε στην λίμνη μα δεν ήταν στις όχθες της. Ήταν ακριβώς από πάνω της και έριξε το βλέμμα του να δει τον εαυτό του.

Μεγάλα φτερά! Μεγάλα αετίσια φτερά! Φτερά της χρυσαφένιας φυλής των κορυφών του Βορρά. Ο λύκος τους Δάσους μπορεί και πετά. Και το αλύχτισμα του ,στους ουρανούς καθώς πετούσε από χαρά, πλημμύριζε  ευτυχία και ένα είδος ελευθερίας που όμοιο του κανείς άνθρωπος θνητός ποτέ δεν θα καταλάβει! Πέταξε μαζί του και η Νεραϊδο-Κυρά. Του έκανε παρέα στα πρώτα του πετάγματα. Και τραγουδούσαν μαζί. Έπαιζαν σαν δυο μικρά παιδιά στην αγκαλιά του αέρα. Τόση ήταν η χαρά που γιόρταζε ολόκληρο το Δάσος και τα γειτονικά βουνά.

Όταν κουράστηκε ο λύκος και πάτησε στη γη ξανά, τον πλησίασε η Κυρά κι έκατσε κοντά του.Και καθώς τον χάϊδευε και του ψιθύριζε λόγια γλυκά, του είπε με απόλυτη αγάπη και στοργή: "Λύκε του Δάσους μου, Φύλακα της ζωής που κρύβεται εδώ, Σύντροφε και πολέμιε της μοναξιάς μου. Εδώ στο Δάσος είναι το Βασίλειο σου και χτυπά η καρδιά σου. Αλλά στον Ουρανό ταξιδεύουν τα όνειρα σου. Στον Ουρανό είναι ταγμένη η ψυχή σου."

Και η Κυρά συνέχισε να παίζει μαζί του, να πετάει παρέα με τον λύκο στους νυχτερινούς αιθέρες. Και το Δάσος γιόρταζε την κάθε νύχτα αυτό το μοναδικό γεγονός. Τραγουδούσε για τον μόνο Φτερωτό Λύκο και την μόνη Νεραϊδοξωτική Κυρά.


Μελωδία χαρμόσυνη σαν πέπλο έπεφτε πάνω στο κόσμο όπου ζούσαν.


Το παραμύθι αυτό είναι αντιγραφή από το ιστολόγιο "Σκιά και Γκρεμός"

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΝΟΜΙΚΗ



Οι επιθυμίες είναι καταστροφικές. Θα έπρεπε να απαγορεύονται δια νόμου. Η ύπαρξη επιθυμίας σου δίνει και την ελπίδα της επαλήθευσής της. Η ανάγκη γεννά και τρέφει την επιθυμία ή η επιθυμία τίκτει μέσα της την ανάγκη;

Η ανάγκη εκπλήρωσης της επιθυμίας, αν μείνει για πολύ καιρό ατάϊστη στρέφει την επιθυμία εναντίον σου. Ό, τι επιθύμησες φτάνεις να το μισείς, να το απορρίπτεις.
Η επιθυμία της ανάγκης κυρίως όταν η ανάγκη και η επιθυμία αποκτούν μορφή και υπόσταση σε ένα πρόσωπο, είναι αυτό το συστατικό που τρέφει την ελπίδα. Εγώ έχω την ανάγκη να επιθυμώ ένα πρόσωπο ή μία κατάσταση για να θρέψω το ελλειματικό μου; Εγώ έχω την επιθυμία για ανάγκη, πάλι για να καλύψω κάτι που μου λείπει;

Όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα που μπορούν να γεννήσουν ακόμη περισσότερα τα κρατά ζωντανά κι ίσως αναπάντητα, η ελπίδα. Αυτή η μόνη λέξη που ακόμη κι αν διαψευστεί, έχει την δύναμη να αναπαράγει τον εαυτό της, σαν κύτταρο του DNA.

Μήπως τελικά καταστροφικότερη όλων είναι η ελπίδα που σε πεθαίνει γλυκά και λίγο - λίγο; Αναρωτιέμαι...



Μαρία - Μαρίλια Χρονιάρη


Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΟΥ



Να χαϊδέψω το χαμόγελό σου ήθελα
Να αντιγράψω εκείνη τη μικρή ρυτίδα μέσα μου
Να κάνω τραμπάλα στο μικρό σου γέλιο πάνω
Να χρωματίσω τον αέρα γύρω σου
Να σκαρφαλώσω στο μικρό σου έλα, ήθελα

Και τα ζωγράφισα όλα αυτά στην άμμο του χειμώνα
Και κύμα δε βρέθηκε να φέρει τις ζωγραφιές κοντά σου
Κι έκανα τον αέρα σύννεφο
Και σε έβρεξε

Μην αλλάξεις ρούχα σε παρακαλώ.


Γιώργος Βλαχάκης

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΟΙ ΚΡΥΜΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ





Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους
και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές
γι’ αυτούς που αγαπάμε
ούτε εννέα μήνες
ούτε εννέα ζωές

Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ
η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων
κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι
εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν
εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν.

Σάμιουελ Μπέκετ

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΕΚΕΙΝΗ Η ΜΕΡΑ




Κι έρχεται μια μέρα που η μέρα που περίμενες δεν έχει πια σημασία. Δεν έχει όνομα, ταυτότητα, αριθμό. Δεν μένει σε καμία πόλη ή νησί ή χωριό.Και δεν σε ενδιαφέρει πια να την αναζητήσεις. Να την μιλήσεις. Να πεις αυτή είναι η δική μου μέρα, η μέρα που περίμενα. Γιατί ώσπου να έρθει, άλλαξαν πολλά και ξέρεις μέσα σου πως είναι μια άλλη μέρα που δεν μπορεί να έχει σχέση με σενα.

Δεν απαντάς σε κανένα τηλέφωνο, δεν δέχεσαι επισκέψεις, δεν λες ευχαριστώ. Κάθεσαι μόνη, πίνεις μια σαγκρία, καπνίζεις πια αυτά τα τσιγάρα με μέντα που βλάπτουν τον λαιμό και την υγεία σου - μα δεν σε νοιάζει. Θες μόνο να περάσει η μέρα που δεν ήρθε και τόσο την περίμενες.

Κοιτάς έξω από το τζάμι τους περαστικούς, κλείνεις τα μάτια και καθώς φυσάς προς τα έξω τον καπνό, βγάζεις έναν μικρό βρυχηθμό λύκου. Γιατί αυτό τελικά είσαι. Αέρας και λύκος μαζί. Και δεν είναι τόσο που η μέρα ήρθε, αλλά δεν ήταν εκείνη η μέρα. Η μέρα η δική σου, η σωστή… 

Είναι που δεν πεθαίνει η ελπίδα σου.


Μαρία - Μαρίλια Χρονιάρη

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ



Οι Ινδιάνοι της Αμερικής, τότε που είχαν πάει εκεί οι κονκισταδόροι και τους έβαζαν να κουβαλάνε τις προμήθειες στα μονοπάτια της ζούγκλας, έκαναν κάθε τόσο στάση για να ξεκινήσουν πάλι μετά από λίγο. Τους ρώτησαν, λοιπόν, οι ξένοι, γιατί το κάνουν αυτό; Τόσο εύκολα, άραγε, κουράζονται; Εκείνοι τότε απάντησαν: “Δεν είναι από κούραση. Σταματάμε για να μας προλαβαίνει η ψυχή μας!”